- φροντιστής
- ο1. αυτός που φροντίζει για κάτι ή για κάποιον, επιμελητής, διαχειριστής, έφορος, προστάτης: Αφέντης μου και φροντιστής μου ο άντρας μου (Κ. Παλαμάς).2. παλιός τίτλος οικονομικού αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού (τώρα «πλωτάρχης οικονομικός»).3. τίτλος οικονομικού αξιωματικού διάφορων όπλων ή σωμάτων: Ανθυπολοχαγός φροντιστής πεζικού.4. υπάλληλος θεάτρου αρμόδιος και υπεύθυνος για την προμήθεια και φύλαξη των κινητών πραγμάτων και σκευών του θεάτρου.5. διευθυντής ή καθηγητής σε φροντιστήριο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.